Directed
volume
British pronunciation/da‍ɪɹˈɛktɪd/
American pronunciation/daɪˈɹɛktɪd/, /dɝˈɛktəd/, /dɝˈɛktɪd/, /dɪˈɹɛktɪd/

Ορισμός και Σημασία του "directed"

01

(often used in combination) having a specified direction

02

supervised, guided, or managed by someone

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store