
Αναζήτηση
directionless
01
χωρίς κατεύθυνση, περιφερόμενος άσκοπα
aimlessly drifting
Οικογένεια λέξεων
direct
Verb
direction
Noun
directionless
Adjective

Συναφή Λέξεις
Αναζήτηση
χωρίς κατεύθυνση, περιφερόμενος άσκοπα
Οικογένεια λέξεων
direct
direction
directionless