Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to dignify
01
τιμώ, προσδίδω αξιοπρέπεια
to give someone or something a sense of worth, honor, or respect
Παραδείγματα
The award helped to dignify his years of hard work.
Το βραβείο βοήθησε να τιμηθούν τα χρόνια της σκληρής δουλειάς του.
She refused to dignify the insult with a response.
Αρνήθηκε να τιμήσει την προσβολή με απάντηση.
02
εξευγενίζω, ανυψώνω το status
raise the status of
Λεξικό Δέντρο
dignified
dignifying
dignify
dign



























