Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to digitize
01
ψηφιοποιώ, μετατρέπω σε ψηφιακή μορφή
to convert something from its physical or analog form into a digital format
Transitive: to digitize sth
Παραδείγματα
The library digitized its collection of rare books for online access.
Η βιβλιοθήκη ψηφιοποίησε τη συλλογή σπάνιων βιβλίων της για διαδικτυακή πρόσβαση.
He digitized his old vinyl records by converting them into digital audio files.
Ψηφιοποίησε τις παλιές του βινυλογραφήσεις μετατρέποντάς τες σε ψηφιακά αρχεία ήχου.
Λεξικό Δέντρο
digitizer
digitize
digit



























