Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dictatorially
01
δικτατορικά, με δικτατορικό τρόπο
in an overbearingly domineering manner; as a dictator
Λεξικό Δέντρο
dictatorially
dictatorial
...
dict
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δικτατορικά, με δικτατορικό τρόπο
Λεξικό Δέντρο