Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
autocratically
01
αυταρχικά, με αυταρχικό τρόπο
in an autocratic manner
02
αυταρχικά, δεσποτικά
in an overbearingly domineering manner; as a dictator
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αυταρχικά, με αυταρχικό τρόπο
αυταρχικά, δεσποτικά