Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Autocrat
01
αυτοκράτορας, δικτάτορας
a ruthless oppressor who has the absolute power of telling people what to do and not to do
Παραδείγματα
The country was ruled by a harsh autocrat who controlled every aspect of life.
Η χώρα κυβερνήθηκε από έναν σκληρό αυτοκράτορα που έλεγχε κάθε πτυχή της ζωής.
As an autocrat, he made decisions without consulting anyone.
Ως αυτοκράτορας, έπαιρνε αποφάσεις χωρίς να συμβουλευτεί κανέναν.
Λεξικό Δέντρο
autocratic
autocrat



























