Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
autochthonous
01
αυτόχθων, γηγενής
originating where it is found
02
αυτόχθονας, γηγενής
of rocks, deposits, etc.; found where they and their constituents were formed
Λεξικό Δέντρο
autochthonous
autochthon
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αυτόχθων, γηγενής
αυτόχθονας, γηγενής
Λεξικό Δέντρο