Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
autobiographical
01
αυτοβιογραφικός, σχετικός με τη ζωή του συγγραφέα
(of a written work) relating to the author's own life
Παραδείγματα
Her novel was an autobiographical account of her struggles and triumphs as a young artist.
Το μυθιστόρημά της ήταν μια αυτοβιογραφική αφήγηση των αγώνων και των θριάμβων της ως νεαρής καλλιτέχνιδας.
The memoir was deeply autobiographical, recounting the author's experiences growing up in a war-torn country.
Το απομνημονευμα ήταν βαθιά αυτοβιογραφικό, αφηγούμενο τις εμπειρίες του συγγραφέα μεγαλώνοντας σε μια χώρα καταστραφείσα από τον πόλεμο.
02
αυτοβιογραφικός
of or relating to or characteristic of an autobiographer
Λεξικό Δέντρο
semiautobiographical
autobiographical
biographical



























