Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Deviltry
01
διαβολικότητα, κακοήθεια
wicked and cruel behavior
02
διαβολικότητα, κακία
reckless or malicious behavior that causes discomfort or annoyance in others
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
διαβολικότητα, κακοήθεια
διαβολικότητα, κακία