Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to devitalize
01
αποδυναμώνω, στερώ ζωτικότητα
to take strength, energy, or life out of something
Λεξικό Δέντρο
devitalize
vitalize
vital
vit
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αποδυναμώνω, στερώ ζωτικότητα
Λεξικό Δέντρο