Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Despair
01
απελπισία
a feeling of total hopelessness
02
απελπισία
a state in which all hope is lost or absent
to despair
01
απελπίζομαι
to fail to keep hope
Παραδείγματα
He despaired about finding a job in such a competitive market.
Απελπίστηκε να βρει δουλειά σε μια τόσο ανταγωνιστική αγορά.
They despaired when their team conceded the winning goal in the final minutes of the game.
Απελπίστηκαν όταν η ομάδα τους δέχτηκε το νικητήριο γκολ στα τελευταία λεπτά του παιχνιδιού.



























