Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to delude
01
εξαπατώ, παραπλανώ
to deceive someone into believing something that is not true, often by creating false hopes or illusions
Transitive: to delude sb
Παραδείγματα
The politician deluded voters with promises of unrealistic solutions to complex problems.
Ο πολιτικός εξαπάτησε τους ψηφοφόρους με υποσχέσεις μη ρεαλιστικών λύσεων σε πολύπλοκα προβλήματα.
She was deluded by her own optimism and did n’t prepare for the worst-case scenario.
Εξαπατήθηκε από τον δικό της αισιόδοξο χαρακτήρα και δεν προετοιμάστηκε για το χειρότερο σενάριο.



























