Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
deluded
01
παραπλανημένος, απατημένος
believing something that is not true, often because of being misled or refusing to accept reality
Παραδείγματα
His deluded belief in his own skills cost him the job.
Η παραπλανητική πίστη του στις δικές του ικανότητες του κόστισε τη δουλειά.
She felt sorry for the deluded followers of the scheme.
Αισθάνθηκε λύπη για τους παραπλανημένους οπαδούς του σχεδίου.



























