Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
decollete
01
ντεκολτέ
(of a garment) having a low neckline that reveals the upper chest and part of the cleavage
Παραδείγματα
She wore a decollete gown that highlighted her elegant neckline.
Φορούσε ένα ντεκολτέ φόρεμα που έδειχνε την κομψή λαιμόκοψή της.
The décolleté dress was perfect for the evening's formal event.
Το ντεκολτέ φόρεμα ήταν τέλειο για την βραδινή επίσημη εκδήλωση.



























