Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
daring
01
τολμηρός, θαρραλέος
brave enough to take risks and do dangerous things
Παραδείγματα
She climbed the steep mountain cliff with daring determination.
Ανέβηκε τον απόκρημνο βράχο του βουνού με τολμηρή αποφασιστικότητα.
The daring firefighter rushed into the burning building to save the trapped occupants.
Ο τολμηρός πυροσβέστης έτρεξε στο κτίριο που έκαιγε για να σώσει τους παγιδευμένους κατοίκους.
02
τολμηρός, καινοτόμος
radically new or original
Daring
01
τολμηρότητα, θράσος
the trait of being willing to undertake things that involve risk or danger
02
τολμηρότητα, παρορμητική πρόκληση
a challenge to do something dangerous or foolhardy
Λεξικό Δέντρο
daringly
daring
dare



























