Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dapple
01
κηλίδα, στίγμα
a small contrasting part of something
to dapple
01
στικτώνω, κηλιδώνω
colour with streaks or blotches of different shades
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κηλίδα, στίγμα
στικτώνω, κηλιδώνω