Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Daphne
01
Δάφνη, μια φιγούρα της ελληνικής μυθολογίας που μεταμορφώθηκε σε δέντρο δάφνης για να ξεφύγει από τις ανεπιθύμητες προσεγγίσεις του θεού Απόλλωνα
a figure in Greek mythology who was transformed into a laurel tree to escape the unwanted advances of the god Apollo
02
δάφνη, διακοσμητικός θάμνος
any of several ornamental shrubs with shiny mostly evergreen leaves and clusters of small bell-shaped flowers



























