Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
daringly
01
τολμηρά, με θάρρος
in a way that shows courage
Παραδείγματα
The fashion designer daringly experimented with vibrant colors and unconventional fabrics.
Ο σχεδιαστής μόδας πειραματίστηκε τολμηρά με ζωηρά χρώματα και ασυνήθιστα υφάσματα.
The artist daringly challenged societal norms through provocative artwork.
Ο καλλιτέχνης τολμηρά αμφισβήτησε τις κοινωνικές νόρμες μέσα από προκλητικά έργα τέχνης.
02
τολμηρά, πρωτότυπα
in an original manner
03
τολμηρά, απερίσκεπτα
in a way that involves danger
Λεξικό Δέντρο
daringly
daring
dare



























