LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dampness
/dˈæmpnəs/
/ˈdæmpnɪs/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "dampness"
Dampness
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the condition of having a slight amount of moisture
damp
dampness
moistness
moisture
wet
Παράδειγμα
The
abandoned
attic
had
a
musty
smell
,
a
result
of
long-term
exposure
to
dampness
and
neglect
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App