Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dampener
01
αποσβεστήρας, μείωση δονήσεων
a device that reduces vibrations or noise, making things more stable, comfortable, or effective
Παραδείγματα
The engineer used dampeners to reduce machine vibrations.
Ο μηχανικός χρησιμοποίησε αποσβεστήρες για να μειώσει τις δονήσεις του μηχανήματος.
The cyclist put a dampener on the handlebars for a smoother ride.
Ο ποδηλάτης έβαλε ένα αποσβεστήρα στο τιμόνι για μια πιο ομαλή βόλτα.
Λεξικό Δέντρο
dampener
dampen
damp



























