Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cursory
01
επιφανειακός, βιαστικός
performed quickly and superficially, with little attention to detail
Παραδείγματα
He gave the report a cursory glance before the meeting.
Έριξε μια βιαστική ματιά στην έκθεση πριν από τη συνάντηση.
Her cursory inspection missed several critical flaws.
Η επιπόλαιη επιθεώρησή της απέτυχε να εντοπίσει πολλά κρίσιμα ελαττώματα.
Λεξικό Δέντρο
cursorily
cursory



























