LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Curatorship
/kjʊɹˈeɪtəʃˌɪp/
/kjʊɹˈeɪɾɚʃˌɪp/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "curatorship"
Curatorship
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the position of curator
word family
curate
curate
Noun
curator
Noun
curatorship
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
curatorial
curator
curative
curate
curassow
curb
curb bit
curb market
curb roof
curb service
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App