LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Curative
/kjˈʊɹətˌɪv/
/ˈkjʊɹətɪv/
Noun (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "curative"
Curative
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
θεραπευτικός
a medicine or therapy that cures disease or relieve pain
cure
remedy
therapeutic
curative
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
θεραπευτικός
having properties that can cure a disease or illness
alterative
healing(p)
remedial
sanative
therapeutic
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App