Curate
volume
British pronunciation/kjˈʊəɹeɪt/
American pronunciation/ˈkjʊɹət/

Ορισμός και Σημασία του "curate"

01

a person authorized to conduct religious worship

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store