cuckold
cu
ˈkʌ
κα
ckold
koʊld
κουλντ
British pronunciation
/kˈʌkə‍ʊld/

Ορισμός και σημασία του "cuckold"στα αγγλικά

01

κερατάς, απατημένος σύζυγος

a man whose wife is unfaithful to him
example
Παραδείγματα
He learned he had become a cuckold after overhearing his wife's late-night phone calls.
Έμαθε ότι είχε γίνει κερατάς αφού άκουσε τις νυχτερινές τηλεφωνικές κλήσεις της συζύγου του.
In the play, the jealous husband is mocked as a helpless cuckold.
Στο έργο, ο ζηλιάρης σύζυγος γελοιοποιείται ως ένας αβοήθητος κερατάς.
to cuckold
01

κερατώνω, απατώ

to have a sexual relationship with another person's spouse
example
Παραδείγματα
In the novel, Humberto cuckolds his employer to gain revenge.
Στο μυθιστόρημα, ο Χουμπέρτο κερατώνει τον εργοδότη του για να πάρει εκδίκηση.
He confessed that his college roommate had cuckolded him senior year.
Ομολόγησε ότι ο συγκάτοικός του στο κολέγιο τον είχε απατήσει το τελευταίο έτος.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store