Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Crumb
01
ψίχα, κομματάκι
a small piece of a baked product such as a cake, bread, etc.
02
ψίχουλο, αξιοκατάφρονος
a person who is deemed to be despicable or contemptible
03
ψίχα, μικρή ποσότητα
a very small quantity of something
to crumb
01
αφαιρώ τα ψίχουλα από, καθαρίζω τα τρίμματα από
remove crumbs from
02
θρυμματίζω, κάνω ψίχουλα
break into crumbs
03
επικαλύπτω με ψίχουλα, καλύπτω με τριμμένη φρυγανιά
coat with bread crumbs



























