Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
criminally
01
εγκληματικά, σε απαράδεκτο βαθμό
to an extremely wrong, unjust, or shockingly bad degree
Παραδείγματα
The actor is criminally overlooked during award season.
Ο ηθοποιός εγκληματικά αγνοείται κατά τη διάρκεια της περιόδου των βραβείων.
That recipe is criminally underrated; it's delicious.
Αυτή η συνταγή είναι εγκληματικά υποτιμημένη· είναι νόστιμη.
02
εγκληματικά, με εγκληματικό τρόπο
in a manner considered punishable by legal statutes
Παραδείγματα
The official was accused of criminally misusing public money.
Ο υπάλληλος κατηγορήθηκε για εγκληματική κατάχρηση δημόσιων χρημάτων.
She was found to have criminally altered the financial documents.
Ανακαλύφθηκε ότι είχε εγκληματικά τροποποιήσει τα οικονομικά έγγραφα.
2.1
ποινικά, εγκληματικά
in relation to criminal rather than civil legal matters
Παραδείγματα
The defendant was charged both civilly and criminally.
Ο κατηγορούμενος κατηγορήθηκε τόσο αστικά όσο και ποινικά.
These acts are punishable criminally under state law.
Αυτές οι πράξεις είναι ποινικά κολάσιμες ποινικά σύμφωνα με το κρατικό δίκαιο.
Λεξικό Δέντρο
criminally
criminal
crime



























