Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Counseling
01
συμβουλευτική, θεραπεία
a process of providing guidance, support, and advice to someone facing personal, emotional, or psychological challenges
Παραδείγματα
She sought counseling to help her cope with the loss of a loved one and navigate through the grieving process.
Αναζήτησε συμβουλευτική για να τη βοηθήσει να αντιμετωπίσει την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου και να περάσει τη διαδικασία θρήνου.
The marriage counseling sessions helped the couple improve communication and resolve conflicts in their relationship.
Οι συνεδρίες συμβουλευτικής γάμου βοήθησαν το ζευγάρι να βελτιώσει την επικοινωνία και να επιλύσει τις συγκρούσεις στη σχέση τους.
Λεξικό Δέντρο
counseling
counsel



























