Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to airfreight
01
μεταφέρω αεροπορικώς, αποστέλλω αεροπορικώς
to transport goods or cargo by air, typically via aircraft
Transitive: to airfreight cargo | to airfreight cargo somewhere
Παραδείγματα
The perishable goods were airfreighted to the overseas market to ensure freshness upon arrival.
Τα φθαρτά αγαθά μεταφέρθηκαν αεροπορικώς στην αγορά του εξωτερικού για να διασφαλιστεί η φρεσκάδα κατά την άφιξη.
The electronics manufacturer decided to airfreight the latest product batch for a timely product launch.
Ο κατασκευαστής ηλεκτρονικών αποφάσισε να μεταφέρει αεροπορικώς την τελευταία παρτίδα προϊόντων για μια έγκαιρη κυκλοφορία.



























