Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cornstarch
01
αμύλο καλαμποκιού, κορνστάρχ
fine white flour of maize, used in cooking to thicken sauces or soups
Dialect
American
Λεξικό Δέντρο
cornstarch
corn
starch
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αμύλο καλαμποκιού, κορνστάρχ
Λεξικό Δέντρο
corn
starch