Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Corollary
01
πόρισμα
(logic) a preposition that is inferred following the proof of another one
02
συνέπεια, πόρισμα
a thing that is the direct or natural result of another
Παραδείγματα
The rise in crime rates was a corollary of the economic downturn.
Η αύξηση των ποσοστών εγκληματικότητας ήταν ένα συμπέρασμα της οικονομικής ύφεσης.
The new policy 's corollary was an increase in employee dissatisfaction.
Το πόρισμα της νέας πολιτικής ήταν μια αύξηση της δυσαρέσκειας των εργαζομένων.
Λεξικό Δέντρο
corollary
corolla



























