Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
aimlessly
01
χωρίς σκοπό, χωρίς κατεύθυνση
in a way that lacks purpose, direction, or clear goal
Παραδείγματα
He wandered aimlessly through the empty streets.
Περπατούσε χωρίς σκοπό στους άδειους δρόμους.
The conversation drifted aimlessly from one topic to another.
Η συζήτηση παρασύρθηκε χωρίς σκοπό από το ένα θέμα στο άλλο.
Λεξικό Δέντρο
aimlessly
aimless
aim



























