Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
aimless
01
άσκοπος, περιπλανώμενος
aimlessly drifting
02
περιπλανώμενος, ασταθής
continually changing especially as from one abode or occupation to another
Λεξικό Δέντρο
aimlessly
aimlessness
aimless
aim
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
άσκοπος, περιπλανώμενος
περιπλανώμενος, ασταθής
Λεξικό Δέντρο