Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
contrived
01
τεχνητός, επιτηδευμένος
deliberately created or arranged in a way that seems artificial or forced
Παραδείγματα
The film's ending felt contrived, as if added only to please the audience.
Το τέλος της ταινίας φαινότανεπιτηδευμένο, σαν να προστέθηκε μόνο για να ευχαριστήσει το κοινό.
His apology seemed contrived and lacked genuine emotion.
Η συγγνώμη του φαινόταν επιτηδευμένη και στερούταν γνήσιου συναισθήματος.
02
επιβεβλημένος, τεχνητός
unnaturally stiff, elaborate, or lacking in spontaneity
Παραδείγματα
The speech had a contrived elegance that failed to engage the crowd.
Η ομιλία είχε μια επιτηδευμένη κομψότητα που απέτυχε να εμπλέξει το πλήθος.
His contrived manner of speaking made casual conversation difficult.
Ο επιτηδευμένος τρόπος ομιλίας του καθιστούσε δύσκολη την απλή συζήτηση.
Λεξικό Δέντρο
uncontrived
contrived
contrive



























