Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
contributory
01
συνεισφέρον, συμμετέχων
playing a part in causing something
Παραδείγματα
The team's late start was a contributory factor to their loss in the game.
Η αργή έναρξη της ομάδας ήταν ένας συντελεστικός παράγοντας για την ήττα τους στο παιχνίδι.
The miscommunication was a contributory issue that led to the failed presentation.
Η παρανόηση ήταν ένα συντελεστικό ζήτημα που οδήγησε στην αποτυχία της παρουσίασης.
Λεξικό Δέντρο
contributory
contribute



























