Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Contrition
01
μετάνοια, τανάλωση
a feeling of deep regret for a wrongdoing
Παραδείγματα
The thief 's contrition became evident when he returned the stolen items and sought forgiveness.
Η μετάνοια του κλέφτη έγινε εμφανής όταν επέστρεψε τα κλεμμένα αντικείμενα και ζήτησε συγχώρεση.
In moments of quiet reflection, he felt contrition for his past actions and resolved to make amends.
Σε στιγμές ήσυχης αντανάκλασης, ένιωσε μετάνοια για τις περασμένες του πράξεις και αποφάσισε να διορθώσει.



























