Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Contingent
Παραδείγματα
A contingent of volunteers arrived early to help set up the event.
Μια ομάδα εθελοντών έφτασε νωρίς για να βοηθήσει στην προετοιμασία της εκδήλωσης.
The company sent a contingent of senior managers to the international conference.
Η εταιρεία έστειλε ένα απόσπασμα ανώτερων διευθυντών στη διεθνή διάσκεψη.
Παραδείγματα
The small contingent arrived to reinforce the main army.
Το μικρό απόσπασμα έφτασε για να ενισχύσει τον κύριο στρατό.
The U.N. welcomed a contingent from several member nations.
Ο ΟΗΕ υποδέχθηκε ένα απόσπασμα από αρκετά κράτη μέλη.
contingent
01
υπό όρους, προσωρινός
temporary and dependent on specific conditions or circumstances
Παραδείγματα
Contingent workers are hired for short-term assignments.
Οι προσωρινοί εργαζόμενοι προσλαμβάνονται για βραχυπρόθεσμες αποστολές.
The company offers contingent positions to meet seasonal demands.
Η εταιρεία προσφέρει προσωρινές θέσεις για την κάλυψη των εποχικών αναγκών.
02
υποθετικός, εξαρτώμενος
depending on certain conditions or factors, making something possible to occur but not certain
Παραδείγματα
The success of the project was contingent upon securing adequate funding.
Η επιτυχία του έργου ήταν εξαρτώμενη από την εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης.
His attendance at the event was contingent on finishing his work on time.
Η παρουσία του στην εκδήλωση ήταν εξαρτημένη από την ολοκλήρωση της δουλειάς του εγκαίρως.
03
επεισοδιακός, εξαρτώμενος
true based on facts or circumstances, but not necessarily true in all situations or by logical necessity
Παραδείγματα
That the sun rises in the east is a contingent fact.
Το ότι ο ήλιος ανατέλλει στην ανατολή είναι ένα περιστασιακό γεγονός.
The weather being cold today is a contingent situation.
Το ότι ο καιρός είναι κρύος σήμερα είναι μια περιστασιακή κατάσταση.



























