Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Congruence
01
συμφωνία, αρμονία
the state of being in agreement or harmony
Παραδείγματα
There was a clear congruence between her words and actions.
Υπήρχε μια σαφής συμφωνία ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις της.
The architect ensured congruence between the building's design and its surroundings.
Ο αρχιτέκτονας διασφάλισε τη συμφωνία μεταξύ του σχεδιασμού του κτιρίου και του περιβάλλοντός του.
Λεξικό Δέντρο
congruence
congru



























