
Αναζήτηση
to conflate
01
συγχωνεύω, συνδυάζω
to bring ideas, texts, things, etc. together and create something new
Example
The writer decided to conflate elements from different myths to create a unique fantasy novel.
Ο συγγραφέας αποφάσισε να συγχωνεύσει στοιχεία από διαφορετικούς μύθους για να δημιουργήσει ένα μοναδικό μυθιστόρημα φαντασίας.
In his speech, he conflated various historical events to highlight a broader social trend.
Στην ομιλία του, συγχώνευσε διάφορα ιστορικά γεγονότα για να τονίσει μια ευρύτερη κοινωνική τάση.

Συναφή Λέξεις