Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
concealed
Παραδείγματα
The concealed compartment in the desk held old family documents that were kept hidden from prying eyes.
Το κρυμμένο διαμέρισμα στο γραφείο περιείχε παλιά οικογενειακά έγγραφα που κρατούνταν κρυμμένα από αδιάκριτα βλέμματα.
She wore a concealed microphone to record the meeting without anyone knowing.
Φορούσε ένα κρυμμένο μικρόφωνο για να καταγράψει τη συνάντηση χωρίς να το ξέρει κανείς.
02
κρυμμένος, καλυμμένος
hidden on any grounds for any motive
Λεξικό Δέντρο
unconcealed
concealed
conceal



























