Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
concave
01
κοίλος, καμπυλωμένος προς τα μέσα
having a surface that is curved inward
Παραδείγματα
The concave mirror focused the light into a single point, making it perfect for starting a fire.
Ο κοίλος καθρέφτης εστίασε το φως σε ένα μόνο σημείο, κάνοντάς τον ιδανικό για την ανάφλεξη φωτιάς.
The concave shape of the bowl made it ideal for holding soup or cereal.
Το κοίλο σχήμα του μπολ το έκανε ιδανικό για να κρατάει σούπα ή δημητριακά.
Λεξικό Δέντρο
biconcave
concavely
concaveness
concave



























