Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
compelling
01
πειστικός, γοητευτικός
persuasive in a way that captures attention or convinces effectively
Παραδείγματα
The speaker delivered a compelling argument that persuaded many to change their views.
Ο ομιλητής παρουσίασε ένα πειστικό επιχείρημα που έπεισε πολλούς να αλλάξουν τις απόψεις τους.
The documentary presented compelling evidence to support its central thesis.
Το ντοκιμαντέρ παρουσίασε πειστικές αποδείξεις για να υποστηρίξει την κεντρική του θέση.
02
συναρπαστικός, γοητευτικός
evoking interest, attention, or admiration in a powerful and irresistible way
Παραδείγματα
Her compelling story of overcoming adversity inspired everyone in the room.
Η συναρπαστική ιστορία της για την υπέρβαση των δυσκολιών ενέπνευσε όλους στο δωμάτιο.
The novel 's compelling characters and intricate plot kept me hooked until the very end.
Οι συναρπαστικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος και η περίπλοκη πλοκή με κράτησαν ενθουσιασμένο μέχρι το τέλος.
Λεξικό Δέντρο
compellingly
compelling
compel



























