commoner
co
ˈkɑ
κα
mmo
μα
ner
nɜr
νερρ
British pronunciation
/kˈɒmənɐ/

Ορισμός και σημασία του "commoner"στα αγγλικά

01

λαϊκός, κοινός άνθρωπος

a person that does not belong to the upper class of the society
Wiki
example
Παραδείγματα
In feudal societies, commoners made up the majority of the population and typically worked as farmers, artisans, or laborers.
Στις φεουδαρχικές κοινωνίες, οι απλοί άνθρωποι αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού και συνήθως εργάζονταν ως αγρότες, τεχνίτες ή εργάτες.
Commoners in medieval Europe had fewer privileges and rights compared to the nobility, often serving their lords in exchange for protection and land.
Οι απλοί πολίτες στη μεσαιωνική Ευρώπη είχαν λιγότερα προνόμια και δικαιώματα σε σύγκριση με την αριστοκρατία, συχνά υπηρετώντας τους άρχοντές τους σε αντάλλαγμα για προστασία και γη.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store