Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Commons
01
κοινόχρηστη γη, αστική πράσινη περιοχή
a piece of open land for recreational use in an urban area
02
λαϊκός, τρίτη τάξη
a class composed of persons lacking clerical or noble rank
03
ο λαός, οι απλοί άνθρωποι
the common people
04
κοινόχρηστα βοσκοτόπια, κοινά βοσκοτόπια
a pasture subject to common use



























