Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to collude
01
συνωμοτώ, συνενοούμαι
to cooperate secretly or illegally for deceiving other people
Παραδείγματα
The two companies were found to have colluded to inflate prices and eliminate competition in the market.
Ανακαλύφθηκε ότι οι δύο εταιρείες συνωμοτήθηκαν για να διευρύνουν τις τιμές και να εξαλείψουν τον ανταγωνισμό στην αγορά.
It is illegal for businesses to collude with each other to manipulate prices or control markets.
Είναι παράνομο για τις επιχειρήσεις να συνωμοτούν μεταξύ τους για να χειραγωγούν τις τιμές ή να ελέγχουν τις αγορές.
Λεξικό Δέντρο
collusion
collusive
collude



























