collusion
co
κα
llu
ˈlu
λου
sion
ʒən
ζαν
British pronunciation
/kəlˈuːʒən/

Ορισμός και σημασία του "collusion"στα αγγλικά

01

συνωμοσία, συνενοχή

secret agreement particularly made to deceive people
example
Παραδείγματα
The investigation uncovered evidence of collusion between the companies to fix prices.
Η έρευνα αποκάλυψε αποδεικτικά στοιχεία συνωμοσίας μεταξύ των εταιρειών για τον καθορισμό τιμών.
The scandal involved collusion between several high-ranking officials.
Το σκάνδαλο περιλάμβανε συνωμοσία μεταξύ πολλών αξιωματούχων υψηλού επιπέδου.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store