Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Collusion
01
συνωμοσία, συνενοχή
secret agreement particularly made to deceive people
Παραδείγματα
The investigation uncovered evidence of collusion between the companies to fix prices.
Η έρευνα αποκάλυψε αποδεικτικά στοιχεία συνωμοσίας μεταξύ των εταιρειών για τον καθορισμό τιμών.
The scandal involved collusion between several high-ranking officials.
Το σκάνδαλο περιλάμβανε συνωμοσία μεταξύ πολλών αξιωματούχων υψηλού επιπέδου.
Λεξικό Δέντρο
collusion
collude



























