Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to collaborate
01
συνεργάζομαι, δουλεύω μαζί
to work with someone else in order to create something or reach the same goal
Intransitive: to collaborate | to collaborate with sb | to collaborate in sth
Παραδείγματα
The researchers collaborated on a groundbreaking study in neuroscience.
Οι ερευνητές συνεργάστηκαν σε μια πρωτοποριακή μελέτη στη νευροεπιστήμη.
Artists from different backgrounds collaborated on a mural for the community center.
Καλλιτέχνες από διαφορετικά υπόβαθρα συνεργάστηκαν σε μια τοιχογραφία για το κοινοτικό κέντρο.
02
συνεργάζομαι, εργάζομαι κρυφά με τον εχθρό
to secretly work with an enemy
Intransitive: to collaborate with an enemy
Παραδείγματα
He was accused of collaborating with the enemy during the war.
Κατηγορήθηκε ότι συνεργάστηκε με τον εχθρό κατά τη διάρκεια του πολέμου.
She faced charges for collaborating with foreign agents.
Αντιμετώπισε κατηγορίες για συνεργασία με ξένους πράκτορες.
Λεξικό Δέντρο
collaboration
collaborative
collaborator
collaborate
collabor



























