Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
collaborative
01
συνεργατικός, συνεργαζόμενος
involving or done by two or more parties working together toward a shared goal
Λεξικό Δέντρο
collaboratively
collaborative
collaborate
collabor
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
συνεργατικός, συνεργαζόμενος
Λεξικό Δέντρο