Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
collaboratively
01
συνεργατικά
in a manner that involves cooperation or joint effort among individuals or groups
Παραδείγματα
The two authors wrote the book collaboratively over the course of a year.
Οι δύο συγγραφείς έγραψαν το βιβλίο συνεργατικά στη διάρκεια ενός έτους.
Scientists from different countries worked collaboratively on the vaccine.
Επιστήμονες από διαφορετικές χώρες εργάστηκαν συνεργατικά για το εμβόλιο.
Λεξικό Δέντρο
collaboratively
collaborative
collaborate
collabor



























